- αποπηδώ
- ἀποπηδῶ (άω) (AM)1. πηδώ2. αναπηδώμσν.απομακρύνομαιαρχ.1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο, ξεκαβαλικεύω2. εγκαταλείπω κάποιον, αποσκιρτώ από αυτόν3. πηδώ από κάπου, τινάζομαι προς τα πάνω ή πίσω.
Dictionary of Greek. 2013.